-
1 αποδρυπτω
эп. тж. ἀποδρύφω1) сцарапывать, сдирать(σάρκας ὀνύχεσσι Theocr.)
2) растерзывать(τινά Hom.)
3) уничтожать(ἀποδρυφθῆναι χαλάζῃ Anth.)
-
2 ἀποδρύπτω
A tear off the skin, lacerate,μή μιν ἀποδρύφοι ἑλκυστάζων Il.23.187
;μή σε νέοι διὰ δώματ' ἐρύσσωσ'.. ἀποδρύψωσί τε πάντα Od.17.480
;σάρκας ὀνύχεσσι Theoc. 25.267
:—[voice] Pass.,ἀπὸ χειρῶν ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν Od.5.435
, cf. 426;ἀποδρυφθῆναι χαλάζη AP11.365
(Agath.):—[voice] Med., scrape oneself, grow thin, dub. in Alciphr.3.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδρύπτω
-
3 ἀπο-δρύπτω
ἀπο-δρύπτω, oder ἀπο-δρύφω, abkratzen, zerfleischen, ἀποδρύφοι Il. 23, 187. 24, 21; μὴ – ἀποδρύψωσι πάντα Od. 17, 480; πρὸς πέτρῃσιῥ, νοὶ ἀπέδρυφϑεν 5, 435; μὴ σάρκας ἀποδρύψῃ ὀνύχεσσι Theocr. 25, 267; ἀποδρυφϑῇ Agath. 71 (XI, 365). – Med., abmagern, ἀποδρύπτεσϑαι Alciphr. 3, 51.
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский